- παραζώνη
- ἡ, Αζώνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραζώνην — παραζώνη girdle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
παραζωνίδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη ζώνη 2.το ουδ. ως ουσ. τὸ παραζωνίδιον μικρό ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραζώνη + κατάλ. ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος)] … Dictionary of Greek
παραζώνιον — τὸ, Α [παραζώνη] μικρό ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη … Dictionary of Greek